κοκκινάδα

κοκκινάδα
κοκκινάδα, η και κοκκινίλα, η
το να είναι κάτι κόκκινο: Έχει μια κοκκινάδα στο πρόσωπό του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοκκινάδα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 50 κάτ.) της Κέας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέας (Ιουλίδος) του νομού Κυκλάδων. * * * η (Μ κοκκινάδα) [κόκκινος] η ιδιότητα τού ερυθρού, κόκκινο χρώμα, κοκκινίλα, ερυθρότητα («τα μάγουλά του χρωματισμένα με …   Dictionary of Greek

  • έρευθος — ἐρευθος, τὸ (Α) [ερεύθω] 1. ερύθημα, ερυθρότητα, κοκκινάδα («ἔρευθος προσώπου», Ιπποκρ.) 2. το ερυθρό χρώμα, η βαφή …   Dictionary of Greek

  • ερεύθημα — ἐρεύθημα, τὸ (Α) [ερευθώ] ερύθημα, κοκκινάδα, κοκκινίλα …   Dictionary of Greek

  • ερυθρότητα — η (AM ἐρυθρότης, ή) [ερυθρός] η ιδιότητα τού ερυθρού, το γνώρισμα τού ερυθρού χρώματος, η κοκκινάδα …   Dictionary of Greek

  • κοκκινίλα — η [κόκκινος] 1. κοκκινάδα 2. συν. στον πληθ. οι κοκκινίλες οι κοκκινωπές κατά τόπους αποχρώσεις τού δέρματος, που προέρχονται από διάφορες ασθένειες ή δερματικές παθήσεις …   Dictionary of Greek

  • κοκκινιά — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 670 μ., 229 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Κοζάνης, σε απόσταση 22 χλμ. από την πόλη των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • κοκκινότητα — και κοκκινότη, η (Μ κοκκινότη και κοκκινότης) [κόκκινος] κόκκινο χρώμα, κοκκινάδα, ερυθρότητα …   Dictionary of Greek

  • μορφίζω — (Μ μορφίζω) [μορφή] 1. δίνω σε κάποιον ωραιότερη ή καλύτερη μορφή, ομορφαίνω («η κοκκινάδα τής ντροπής μορφίζει τα κορίτσια», παροιμ.) 2. (για λόγια, μύθους, πράγματα) καλλωπίζω, στολίζω, διασκευάζω («κι εμόρφιζε τα ψέματα κι εκείνοι τα πιστεύαν» …   Dictionary of Greek

  • ξεκοκκινίζω — 1. γίνομαι κατακόκκινος 2. χάνω την κοκκινάδα που είχα …   Dictionary of Greek

  • πυρρός — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Όνομα που έδιναν στον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα. 2. Βασιλιάς στην Ήλιδα, που είχε διαδεχτεί στον θρόνο τον αδελφό του Δαμοφώντα. Tην εποχή του, το 580 π.Χ., η Πίσα, στην οποία βασίλευε, ήταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”